- τοίχαρχος
- ο, ΝΑνεοελλ.ναυτ. υπαξιωματικός επικεφαλής τοιχαρχίαςαρχ.επόπτης τών ερετών σε κάθε πλευρά τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -άρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοίχαρχος — overser of the rowers on each side of the ship masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχάρχοις — τοίχαρχος overser of the rowers on each side of the ship masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχάρχου — τοίχαρχος overser of the rowers on each side of the ship masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοίχαρχοι — τοίχαρχος overser of the rowers on each side of the ship masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοίχαρχον — τοίχαρχος overser of the rowers on each side of the ship masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχαρχία — η, Ν ναυτ. υποδιαίρεση τού πληρώματος ενός πλοίου, χρονολογούμενη από την εποχή τών ιστιοφόρων στόλων, ισοδύναμη με το μισό τού πληρώματος, για την εκ περιτροπής εκτέλεση υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην… … Dictionary of Greek